Τα τραγούδια που ακολουθούν είναι από ζωντανή ηχογράφηση της σχετικής μας εκδήλωσής, αφιερωμένη στα 200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση. Στο τραγούδι είναι ο Κώστας Κατσούρης και η Αγγελική Ζάχαρη, στο κλαρίνο ο Λουκάς Κιντώνης και ο Δαυίδ Ταμπρατζής, στην κιθάρα ο Φώτης Κοκκώνης και στο τουμπελέκι ο Παναγιώτης Κοκκώνης. Η επιλογή των τραγουδιών βασίστηκε στην έρευνα της Προέδρου του ΛτΕ Φωκίδας και Δρ Λαογραφίας – Ανθρωπολογίας του Χορού, Ευθυμίας Παναγιωτοπούλου και αναλύεται στην ομιλία της, που ακολουθεί:
Βγήκε ο ήλιος κόκκινος
Βγήκε ο ήλιος κόκκινος και το φεγγάρι μαύρο
κι ο λαμπερός αυγερινός που πάει να βασιλέψει,
πες μας καημένε αυγερινέ κανα καλό χαμπέρι
το Λεπενιώτη βάρεσαν
Ποιος είδε τέτοιο θάμασμα
Ποιος είδε τέτοιο θάμασμα παράξενο μεγάλο
να κουβεντιάζουν τα βουνά με τις κοντοραχούλες.
η Λιάκουρα της Λειβαδιάς και η Γκιώνα των Σαλώνων
και τα Βαρδούδια τα ψηλά.
Κλαίνε τα μαύρα τα βουνά
Κλαίνε τα μαύρα τα βουνά παρηγοριά δεν έχουν
δεν κλαίνε για το ψήλωμα δεν κλαίνε για τα χιόνια
η κλεφτουριά τ’ αρνήθηκε και ροβολάει στους κάμπους
κι η Γκιώνα κλαίει παιδιά μ τον Λιάκουρα
Σήκω απάνω Γιάννο μου
Σήκω απάνω Γιάννο μου και μην βαριοκοιμάσαι
βρέχει ο ουρανός και βρέχεσαι, χιονίζει θα κρυώσεις
θα σου βραχούνε Γιάννο μ’ τ’ άρματα
και τα χρυσά κουμπιά σου και τ’ ασημένιο το σπαθί.
Ανάθεμά τα τα βουνά
Ανάθεμά τα τα βουνά με το ζακόνι ποχουν
Το καλοκαίρι πράσινα και το χειμώνα άσπρα
κανένας δεν τα χάρηκε μες τον απάνω κόσμο
η κλεφτουριά τα χαίρεται και τα μικρά κλεφτόπλα
Βουνά μην καμαρώνετε
Βουνά μην καμαρώνετε μην το χετε καμάρι
γιατί βουνό ήμουνα και εγώ ψηλότερο από τ’ άλλα
είχα σαράντα δυο κορφές κι εξήντα δυο βρυσούλες.
Του Κίτσου η μάνα
Ώρε του Κίτσου η μάνα κάθονταν στην άκρη στο ποτάμι
με το ποτάμι μάλωνε και το πετροβολούσε
ποτάμι για λιγόστεψε, ποτάμι στρίψε πίσω
για να περάσω αντίπερα πέρα στα κλεφτοχώρια
ποχουν οι κλέφτες σύναξη.
Ένας αετός καθότανε
Ένας αετός καθότανε στον ήλιο και λιαζότανε
και τσίμπαγε τα νύχια του, τα νυχοποδαράκια του
την πέρδικα που πιάσατε να μην εχαλάσετε.
Ο Σελήμπεης – Να είχε καεί ο πλάτανος
Σελήμπεη, γιος του Κατσή Μπέη, με τα φρύδια τα γραμμένα
κλαίν τα μάτια μου για σένα, σελήμπεη, μπεόπουλο
μικρό μου αρχοντόπουλου
που κρέμασαν το μπόι σου το μαργαριταρένιο
κρίμα ήταν το καημένο, κλάψε μάνα μια και δυο
δεν ξανα κάνεις τέτοιο γιο
Να είχε καεί ο πλάτανος να του πεφταν τα φύλλα
κλάψε με μάνα, για πεθαμένο γράψε με
του κρέμασαν το μπόι σου, το μαργαριταρένιο
δεν νταγιαντώ τον εδικό σου τον καημό.
Τι καπετάνιος είσαι εσύ
Τι καπετάνιος είσαι εσύ, δεν ρίχνεις δυο τουφέκια
να συναχτεί τ’ ασκέρι σου να ιδούμε ποιος σου λείπει
σου λείπει ο Διάκος απ΄ τ’ χτες, πάει για την Αλαμάνα
οι Τούρκοι τον επιάσανε.
Τούρκοι βαστάτε τα άλογα
Τούρκοι βαστάτε τ’ άλογα λίγο να ξαποστάσω
να χαιρετήσω τα βουνά και τις κοντοραχούλες
ν’ αφήσω διάτα στα παιδιά και στους Κατσαντωναίους
για να ρημάξουν τ’ Άγραφα.
Ανδρούτσο μ’ που ξεχείμασες
Ανδρούτσο μ’ που ξεχείμασες τον φετινό χειμώνα
που σαν τα χιόνια τα πολλά και τα βαριά χαλάζια
στην Πρέβεζα ξεχείμασα μες τα γλυκά καράβια
είχα συντρόφους διαλεχτούς.
Από πέρα απ’ το ποτάμι
Από πέρα από το ποτάμι κλέφτες το λιθάρι
που σαι Διάκο για να ρίξεις το λιθάρι
κι αν περάσεις ένα χνάρι, πρώτο θα σαι παλικάρι
κι αν περάσεις άλλο ένα, δεν θα ναι άλλος σαν εσένα.
Μας πήρε η μέρα κι η αυγή
Μας πήρε η μέρα κι η αυγή γεια σου Νταβέλη αρχιληστή
μας πήρε μεσημέρι, κακαράπη και Νταβέλη
και που θα λημεριάσουμε, Νταβέλη θα μας πιάσουνε
που θα στήσουμε λημέρι, κακαράπη και Νταβέλη
και στην ψηλότερη κορφή, γειά σου Νταβέλη αρχιληστή
κεί θα στήσουμε λημέρι, γειά σου αρχιληστή Νταβέλη.
Στον Έλυμπο στον Κίσσαβο
Στον Έλυμπο στον Κίσσαβο στον πλάτανο από κάτω
ο Σκαλτσοδήμος κάθεται με όλου του τ’ ασκέρι
έχουν αρνιά και ψήνουνε, κριάρια και σουβλίζουν
έχουν κι ένα γλυκό κρασί απ’ τ’ άγιο μοναστήρι.
Παιδιά μ’ γιατί είστε ανάλαγα
Παιδιά μ’ γιατί είστε ανάλαγα, τα κακόμοιρα
παιδιά καημένα, γιατί είστε λερωμένα;
Είμαστε από τον πόλεμο, τα κακόμοιρα
παιδιά καημένα, γιατί είστε λερωμένα;
Τ’ Ανδρούτσου μου η μάνα χαίρεται
Τ’ Ανδρούτσου η μάνα χαίρεται, του Διάκου καμαρώνει
γιατί έχουν γιους αρματωλούς και γιους καπεταναίους
Ανδρούτσος φυλάει τη Γραβιά και Διάκος την Αλαμάνα.
Κατακαημένη Αράχωβα
Κατα(να)καημένη Αράχωβα, Νταβέλη
γιε μ Χρήστο Νταβέλη, το Δίστομο κι η Δαύλεια
του κλέ(νε)φτες τι τους κάνατε, Νταβέλη
γιε μ Χρήστο Νταβέλη και τους καπεταναίους
στο Ζεμενό τους έχουνε, Νταβέλη
γιε μ’ Χρήστο Νταβέλη, τους πολεμάει ο Μέγας.
Νεραντζούλα φουντωμένη
Νεραντζούλα φουντωμένη που είναι τ’ άνθη σου,
που είν’ η πρώτη σ’ εμορφάδα, που είν’ τα κάλλη σου;
Φύσηξε βοριάς κι αγέρας και τα τίναξε
Σε παρακαλώ βοριά μου, φύσα σιγαλά.